Κυριακή 19 Αυγούστου 2007

Η Κύπρος στο πλευρό της μητέρας πατρίδας

"Oι αυθύπαρκτοι δεσμοί Ελλάδας και Κύπρου, πέρα από τις πολιτιστικές και πολιτικές τους πτυχές, έχουν και μια ακόμη έκφανση, λιγότερο γνωστή, την παντοιοτρόπως συμμετοχή του κυπριακού ελληνισμού στους μεγάλους αγώνες του Έθνους.

Δεν ήταν μόνο η φιλοπατρία και ο ηρωισμός της ελληνικής ψυχής η κινητήριος δύναμη που έστειλε χιλιάδες Κύπριους στα πολεμικά μέτωπα της μητρόπολης επί έναν και πλέον αιώνα. Ήταν και το γεγονός ότι μόνο εκεί, στη φλόγα του πολέμου, μπορούσαν να βιώσουν περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, τον επίμονο πόθο τους: να συμπορευθούν σε μια κοινή μοίρα με τους υπόλοιπους Έλληνες, να πάψουν να είναι οι αποκομμένοι αδελφοί. Με δυο λόγια, να ενωθούν με τον εθνικό κορμό.



Επανάσταση του 1821

Το 1818 ο Ηπειρώτης Δημήτριος Ύπατρος έφτασε στην Κύπρο και μύησε στη Φιλική Εταιρεία τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι κληρικοί και πρόκριτοι του νησιού. Ο Κυπριανός υποσχέθηκε οικονομική ενίσχυση στον αγώνα, όχι όμως και επανάσταση. Το τόλμημα θα ήταν καταστρεπτικό λόγω της απόστασης από τη μητροπολιτική Ελλάδα και της γειτνίασης με τα μικρασιατικά παράλια. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απέστειλε στον Κυπριανό γράμμα, ζητώντας του να επισπεύσει τη βοήθεια. Αλλά η υπόγεια αυτή κινητικότητα έγινε αντιληπτή από τις τουρκικές αρχές. Ο διοικητής της Κύπρου Κιουτσούκ Μεχμέτ διέταξε αφοπλισμό όλων των Ελληνοκυπρίων και εισηγήθηκε στον σουλτάνο τη θανατική καταδίκη 486 κληρικών και λαϊκών, οι οποίοι απειλούσαν την τουρκική κυριαρχία στη νήσο. Η Υψηλή Πύλη ενέκρινε την πρόταση και η διάπραξη του εγκλήματος ξεκίνησε στις 9 Ιουλίου του 1821. Πρώτος εκτελέστηκε ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ο οποίος απαγχονίστηκε από μια συκαμινιά στην πλατεία Διοικητηρίου της Λευκωσίας. Οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν με καρατόμηση (θάνατος που εθεωρείτο ατιμωτικός).

Η φρίκη αυτή ενέπνευσε κι ένα από τα ωραιότερα πατριωτικά ποιήματα της νεοελληνικής ποίσης, την «9η Ιουλίου» του Βασίλη Μιχαηλίδη, εθνικού ποιητή της Κύπρου. Το ποίημα προβάλλει τη συμμετοχή των Κυπρίων στον Αγώνα του '21 και το τίμημα που πλήρωσαν κι αυτοί στον βωμό της ελευθερίας του Έθνους. Αλλά ο ποιητής μετουσιώνοντας το τοπικό σε πανελλήνιο έδωσε τελικά μια επική σε μέγεθος και ύφος σύνθεση, έναν ολόθερμο ύμνο του απανταχού και παντοτινού ελληνισμού, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο απόσπασμα:
"Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζαιρη (=συνομήλικη) του κόσμου. Κανένας δεν ευρέθηκεν για να την ιξηλείψει. Κανένας γιατί σσιέπει (=σκέπει) την που τα 'ψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει!"

Πάντως, παρά τα αδίστακτα σχέδια της τουρκικής διοίκησης, η προσφορά των Κυπρίων στην Επανάσταση πραγματοποιήθηκε, και όχι πια με υλικές εισφορές, αλλά με έμψυχο υλικό. Οι Κύπριοι, που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, πύκνωσαν τις στρατιές των αγωνιστών, μαζί με άλλους συντοπίτες τους που κατέφτασαν ειδικά για να πολεμήσουν στον Αγώνα. Σε χίλιους υπολογίζονται οι Κύπριοι που πήραν μέρος στην Επανάσταση, αριθμός μεγάλος, αν λάβουμε υπ' όψιν ότι ο συνολικός πληθυσμός της Κύπρου ήταν τότε 80.000.

Πολλοί από τους Κύπριους αυτούς ανδραγάθησαν σε σημαντικές μάχες στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο, όπως στη μάχη των Αθηνών, όπου έχασαν τη ζωή τους 150 Κύπριοι, ή στη δεύτερη μάχη του Μεσολογγίου, όπου υπήρχε ειδικό σώμα Κυπρίων υπό τον Χατζηπέτρο.
Ο Χατζηπέτρος Νικόλαος μνημονεύεται και σε επιστολές πρωταγωνιστών της Επανάστασης.

Σε μία από αυτές, γραμμένη από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο Νικόλαος χαρακτηρίζεται «ένας των προθύμων και ειλικρινών συναγωνιστών κατά τον υπέρ Ανεξαρτησίας αγώνα». Ο Γέρος του Μοριά αναφέρει, επίσης, τη συμμετοχή του στις μάχες της Δράμας το 1822, την αποστασιοποίησή του από διχόνοιες και την αυτοχρηματοδότησή του για τις δαπάνες της δράσης του και τη συντήρηση μιας μικρής στρατιωτικής δύναμης που είχε συστήσει.

Συγχρόνως, η Κύπρος αγωνιζόταν και για τη δική της χειραφέτηση και ενσωμάτωση στην ελληνική επικράτεια με όσα διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα είχε στη διάθεσή της.
Η εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας αναπτέρωσε το ηθικό των υπόδουλων Κυπρίων. Ο Καποδίστριας συμπεριέλαβε την Κύπρο στις εθνικές διεκδικήσεις, όπως φαίνεται στην απάντηση που έδωσε στον εκπρόσωπο του Αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών τον Οκτώβριο του 1827 σε ερώτηση σχετική με τα σύνορα που αξίωνε η ελληνική πλευρά: «Τα όρια ταύτα από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου και εις τους πολλούς κατά την και κατά θάλασσαν αγώνας, διά των οποίων εδοξάσθη το ανδρείον τούτο έθνος».

Η Κύπρος, βέβαια, δεν περιελήφθη ποτέ στο ελληνικό κράτος. Το όνειρο αυτό εγκλωβίστηκε σε πρακτικά προβλήματα, αλλά κυρίως σε συμφέροντα και διπλωματικούς δαιδάλους. Ωστόσο, οι Κύπριοι αδελφοί μας δεν έπαψαν να συντρέχουν τους απολυτρωτικούς αγώνες του ελληνισμού. Οι πληροφορίες είναι κάποτε σκόρπιες, αλλά ενδεικτικές της εθνικής ζέσης και της συμβολής τους στους εθνικούς αγώνες. Κατά τις μάχες της Θεσσαλίας, το 1880, στη σημαία των 150 Κύπριων πολεμιστών ήταν κεντημένη η επιγραφή «
Η Κύπρος τη μητρί Ελλάδι».

Στη Θεσσαλία πάλι, στον άτυχο πόλεμο του 1897, η 3η ταξιαρχία του Κωνσταντίνου Σμολένσκη, στην οποία συμμετείχαν και Κύπριοι, χάρισε στους Έλληνες μία από τις λιγοστές τους νίκες. Στον ίδιο αυτό πόλεμο κατατάχθηκαν εθελοντικά τουλάχιστον 1.000 Κύπριοι, αριθμός μεγάλος σε σχέση με τη μικρή διάρκεια του πολέμου. Η Κύπρος, επίσης, περιέθαλψε πρόσφυγες από την Κρήτη που έφτασαν το 1896, ύστερα από τις τρομερές σφαγές των Τούρκων εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού της.


Βαλκανικοί Πόλεμοι



Αργότερα, τις ένδοξες σελίδες των Βαλκανικών Πολέμων τις έγραψαν από κοινού Ελλαδίτες και Κύπριοι. Σχεδόν 2.000 Κύπριοι ―κατ' άλλους υπολογισμούς 4.000― πολέμησαν στα διάφορα μέτωπα της Μακεδονίας και της Ηπείρου το 1912/13. Ακόμη και ανήλικοι ήρθαν από την Κύπρο (είναι γνωστές δύο περιπτώσεις παιδιών 15 και 16 ετών)! Ανάμεσα στους Κύπριους αγωνιστές περιλαμβάνονται και πολλά σημαίνοντα πρόσωπα της κυπριακής κοινωνίας, όπως ο δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος, ο μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Μυριανθεύς (ο οποίος τιμήθηκε με ανώτερα παράσημα για τη συμμετοχή του αυτή), ο δημοσιογράφος και βουλευτής της Λάρνακας Ευάγγελος Χατζηιωάννου.

Την αυθόρμητη και απλόχερη προσφορά των Κυπρίων εθελοντών δείχνει και το εξής περιστατικό: Όταν, χρόνια μετά, το 1962, το ελληνικό κράτος θέλησε να δώσει τιμητική σύνταξη σε 700 παλαίμαχους των Βαλκανικών, εκείνοι έδωσαν στον Έλληνα πρέσβη την εξής απάντηση: «
Εμείς καταταγήκαμε ως εθελοντές πολεμιστές για να υπερασπιστούμε τα δίκαια της Μεγάλης Μάνας Ελλάδας. Δε θέλουμε καμιά ανταμοιβή».

Η Μεγαλόνησος προσέφερε επίσης 16.000 λίρες, ποσό μεγάλο για την εποχή, που συγκεντρώθηκε με εράνους, καθώς και ιατρικό προσωπικό για τους τραυματίες πολέμου.
Ο Κύπριος ιστορικός Πέτρος Παπαπολυβίου συνέλεξε από τον κυπριακό Τύπο της εποχής και από άλλες πηγές γράμματα που έστελναν στο νησί τους Κύπριοι πολεμιστές των Βαλκανικών, τα οποία αποδίδουν γλαφυρά τον πατριωτικό ενθουσιασμό των αποστολέων τους και τις συνθήκες στο πολεμικό μέτωπο. Από τους πιο τακτικούς επιστολογράφους είναι ο Χριστόδουλος Σώζος. Αναχώρησε από την Κύπρο τον Οκτώβριο του 1912, χωρίς να έχει ενημερώσει την οικογένειά του για τον σκοπό του ταξιδιού του, από φόβο μήπως τον εμποδίσουν. Συνταξιδιώτες του ήταν οι προαναφερθέντες μητροπολίτης Μεταξάκης και Ευ. Χατζηιωάννου. Την επομένη της άφιξής τους στην Αθήνα, οι τρεις άνδρες επισκέφθηκαν τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος δέχτηκε κατασυγκινημένος το αίτημά τους να σταλούν αμέσως στο πολεμικό μέτωπο.

Έχοντας ήδη φύγει από το σπίτι του με σκοπό το μακρινό και τολμηρό ταξίδι, ο Σώζος έγραψε στη γυναίκα του εξηγώντας της την απόφασή του: "...
Όταν θα λάβης την παρούσαν μου, θα είμαι μακράν σου και μακράν του υιού μου διά την υπηρεσίαν της πατρίδος." Ημείς έχομεν καθήκοντα τα οποία ουδεμία δύναμις, ουδέν φίλτρον πρέπει να εμποδίση από του να ενασκώνται. Αν είμεθα ηγέται των υποδούλων λαών, οφείλομεν διά του παραδείγματός μας και της θυσίας μας να τους παιδαγωγώμεν, όπως και εκείνοι γίνωσιν άνθρωποι συναισθανώμενοι τα καθήκοντά των. Μη κλαίε και μη στενοχωρού, διότι εκείνος που πηγαίνει εις την υπηρεσίαν της πατρίδος του δεν πρέπει να πηγαίνη με τέτοιας σκέψεις, ότι αφήνει πίσω του την δυστυχίαν."

Αλλά ο Χριστόδουλος Σώζος δεν επέστρεψε ποτέ.. Έπεσε τον Δεκέμβριο του 1912 στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία στην Ήπειρο κατά τη διάρκεια μιας φονικής μάχης. (Ας σημειωθεί εδώ ότι η ηρωική δράση και το τέλος του υπήρξαν αντάξια της οικογενειακής του παράδοσης: ο παππούς του ήταν αγωνιστής του 1821 και ο πατέρας του είχε πάρει μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1866-1869).

Το φιλότιμο και το αίσθημα της ντροπής παρουσιάζονται ως κύριο κίνητρο και στην επιστολή του 18χρονου Πέτρου Χατζηαργυρού, από την Πάφο, φοιτητή στην Αθήνα, ο οποίος σκοτώθηκε στην Αετορράχη Ηπείρου. Το γράμμα (13-10-1912) το έστειλε στον αδελφό του, ζητώντας του να το κρατήσει κρυφό από τους γονείς του, για να μη λυπηθούν." ...Δεν πιστεύω να εκπλαγήτε εάν σας γράψω ότι κατετάχθην εις τον στρατόν ως εθελοντής. Δεν ηδυνάμην αγαπητέ αδελφέ, να πράξω αλλέως διότι ήτο αίσχος δι' εμέ να κάθημαι εντός των καφενείων Αθηνών καθ' ην στιγμήν
ολόκληρος η αγαπητή πατρίς μας Ελλάς κινητοποιείται κατά του εχθρού της πίστεως και της πατρίδος, και καθ' ην στιγμήν οι Κύπριοι κατετάσσοντο εις τον στρατόν..."

Καθώς στη διάρκεια του 20ού αιώνα οι εθνικές μας περιπέτειες διαδέχονταν η μια την άλλη, οι Κύπριοι εξακολουθούσαν πάντα να δίνουν το παρόν. Κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία συγκροτήθηκε κατάλογος εθελοντών, στον οποίο εγγράφηκαν 1.000 περίπου Κύπριοι. Παρά το γεγονός ότι οι βρετανικές αρχές απαγόρευσαν την έξοδό τους από το νησί, πολλοί βρήκαν τον τρόπο και κατάφεραν να καταταγούν στον ελληνικό στρατό. Ένας από τους Κύπριους πολεμιστές ήταν και ο Ιωάννης Τσαγγαρίδης, βετεράνος των Βαλκανικών και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος έφτασε ως διοικητής αποσπάσματος μέχρι τον Σαγγάριο.


Β' Παγκόσμιος Πόλεμος


Αμέσως μόλις έφτασε η είδηση ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία, στην Κύπρο απλώθηκε ένα παραλήρημα ενθουσιασμού. Οι ελληνικές σημαίες, απαγορευμένες από το 1931, υψώθηκαν ξανά σε κάθε σημείο του νησιού. Νέοι της Κύπρου κατέκλυσαν το ελληνικό Προξενείο της Λευκωσίας και την Αρχιεπισκοπή, για να στρατευθούν. Έρανοι ξεκίνησαν παντού. Ακόμη και οι πιο φτωχοί συνεισέφεραν ό,τι τους είχε απομείνει. Μόνο η Κερύνεια πρόσφερε την αξία ενός αεροπλάνου.

Υπολογίζεται σε 4.000 οι Κύπριοι που πήραν μέρος στην ελληνοϊταλική σύρραξη. (Ας σημειωθεί εδώ, ότι άλλες 30.000 Κυπρίων πολέμησαν σε διάφορα άλλα μέτωπα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου). Ο ενθουσιασμός τους παρέμεινε αμείωτος σε όλες τις δύσκολες στιγμές του πολέμου. Γράφει, τον Φεβρουάριο του 1941, ο Κύπριος δημοσιογράφος Λ. Ακρίτας: ... "Γράφω από τα αλβανικά βουνά, για να στείλω τον χαιρετισμόν και την αγάπην μου. Είμαι κατενθουσιασμένος που μαζί με τις χιλιάδες νέων κάνω το καθήκον μου απέναντι των ανθρώπων. Η ατμόσφαιρα που ζούμε και κινούμεθα είναι αληθινά ηρωική και οι στιγμές αυτές θα μου είναι αξέχαστες γιατί μας αναβαπτίζουν, μας ξαναγεννούν. Η ζωή του μετώπου, παρά τις ταλαιπωρίες που δεν τις καταλαβαίνει κανείς, ούτε κι ενδιαφέρεται γι' αυτές, προσφέρει αφάνταστες συγκινήσεις. Σε κάμνει μέσα στο μεθύσι της μάχης να ξεχνάς τα πάντα. Μονάχα ύστερα από την ώρα που αρχίζει να νυχτώνη όλοι μας θυμόμαστε τα σπίτια μας και κουβεντιάζομε μαζί τους. Μια τέτοια ώρα σας φέρνω με τη σειρά όλους στη σκέψη μου και είναι σαν να μην βρίσκωμαι μακρυά σας. Με πλημμυρίζει η υπερηφάνεια ότι σαν Κύπριος κάνω αυτή τη στιγμή δυο φορές το καθήκον μου."

Αλλά και οι Κύπριοι που ζούσαν στην Ελλάδα εκδήλωσαν τη διακαή τους επιθυμία να σταλούν στο πολεμικό μέτωπο, πριν ακόμη ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Από τον Σεπτέμβριο του 1940, όταν οι απροκάλυπτες πια προκλήσεις της Ιταλίας έδειχναν το αναπόφευκτο του πολέμου, Κύπριοι φοιτητές παρουσιάστηκαν στην εδώ Αγγλική Πρεσβεία και γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να καταταγούν στον στρατό. Τον Νοέμβριο συστήθηκε στην Αθήνα ειδική κυπριακή επιτροπή για την αποστολή εθελοντών στον πόλεμο, ενώ τον Δεκέμβριο ορκίστηκαν οι 100 νέοι του Ιερού Λόχου των εν Αθήναις Κυπρίων. Ο ένας μετά τον άλλον, οι Κύπριοι φοιτητές έστελναν στην πατρίδα τους γράμματα με τα οποία ανακοίνωναν την απόφασή τους να πολεμήσουν.

Σε κάποιο από αυτό διαβάζουμε:"...
Μπροστά στον μεγάλο αγώνα που κάνει τώρα ο Ελληνισμός νομίζω πως κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να μένη αδρανής, αλλά είναι περισσότερον από καθήκον η ανάγκη να ενώσουν όλοι τις δυνάμεις τους, για να υπερασπίσουν την τιμήν και την ελευθερίαν της Ελλάδος μας. Έτσι και εγώ μαζί με άλλους Κυπρίους φοιτητάς και επιστήμονας κατετάχθημεν εθελονταί στον Ελληνικόν Στρατόν και τώρα γυμναζόμαστε, για να μπορέσωμεν μετά δύο μήνες και μεις να προσφέρουμε κάτι θετικόν στην αγαπημένην πατρίδα. Πατέρα, μ' όλο που η απόφαση αυτή είναι λιγάκι σκληρή για σένα, που είσαι μακρυά, θέλω να δικαιώσης τας σκέψεις μου αυτάς με την ιδίαν την δικήν σου αγάπην στην Ελλάδα μας. Στον στρατόν περνώ καλά και είμαι πολύ υπερήφανος που κάνω το καθήκον μου προς την πατρίδα..."

Όταν ο ελληνικός στρατός λύγισε υπό το βάρος της γερμανικής επίθεσης, οι Κύπριοι στρατιώτες συνέχισαν την αντίσταση στις ελεύθερες ακόμη περιοχές. Όσοι δεν αιχμαλωτίστηκαν από τον εχθρό, πολέμησαν στη Μάχη της Κρήτης και στην Αίγυπτο, ή παρέμειναν στην Ελλάδα και πήραν μέρος στην Αντίσταση. Η δε Κύπρος έγινε την ίδια εποχή το καταφύγιο χιλιάδων Ελλαδιτών προσφύγων.Υπάρχουν κυπριακές οικογένειες που δόθηκαν από γενιά σε γενιά στους αγώνες του Ελληνισμού. Είδαμε παραπάνω την οικογένεια Σώζου και τη συμμετοχή παππού, πατέρα και γιου στην Επανάσταση του 1821, στην Κρητική Επανάσταση του 1866 και στους Βαλκανικούς Πολέμους αντίστοιχα.

Οι δυο γιοι του είχαν επίσης τραγικό τέλος. Ο Ροδίων, αμέσως μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, πολέμησε εθελοντικά στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Συνελήφθη, όμως, από τους Γερμανούς, κλείστηκε στις φυλακές της Αίγινας και κατόπιν του Βρανδεμβούργου, όπου και πέθανε ή θανατώθηκε τον Οκτώβριο του 1944 σε ηλικία 27 ετών. Την ίδια δράση και το ίδιο τέλος είχε και ο μικρότερος αδελφός του Μιλτιάδης, απόφοιτος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. "


Της Μαρίας Μουζάκη

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Μία σημείωση για το πολύ καλό κείμενο: Ο Χριστόδουλος Σώζος ήταν Δήμαρχος της Λεμεσού.